Μία από τις απαιτήσεις της νομοθεσίας σε παγκόσμιο σχεδόν επίπεδο αλλά και των περισσότερων συστημάτων ποιότητας είναι η τήρηση ιχνηλασιμότητας από τις επιχειρήσεις. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει αυτή η απαίτηση για τον αγροτοδιατροφικό κλάδο καθώς είναι στενά συνυφασμένη με την ασφάλεια των διατροφικών προϊόντων στη μεταποιητική και διανεμητική αλυσίδα.
Ως ιχνηλασιμότητα ορίζουμε τη δυνατότητα να γνωρίζουμε την πορεία και τις επεμβάσεις που έχει δεχτεί κάθε παρτίδα προϊόντος από την πρωτογενή παραγωγή (χωράφι) μέχρι και τον τελικό καταναλωτή (πιάτο). Στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης επιχείρησης αυτή συνήθως αφορά την δυνατότητα προσδιορισμού της προέλευσης κάθε παρτίδας α' ύλης και της κατάληξης κάθε παρτίδας τελικού προϊόντος (σύστημα -1/+1) αλλά και την πορεία της κάθε παρτίδας α' ύλης εντός της επιχείρησης και τη σύνδεσή της με τα τελικά προϊόντα.
Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε κυρίως με πρακτικά θέματα ιχνηλασιμότητας των χύδην α' υλών ζωοτροφών που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιοχή μας και υπάρχουν συνέχεια ερωτήματα από τις επιχειρήσεις ζωοτροφών που είναι και κομβικά σημεία στη διακίνηση ζωοτροφών στην περιοχή μας.
Στην περίπτωση αυτή (χύδην υλικά) είναι σαφώς δυσκολότερη η εφαρμογή της ιχνηλασιμότητας σε σχέση με τα συσκευασμένα καθώς δεν υπάρχει πλέον η συμβατική έννοια της μονάδας που μπορεί να παρακολουθηθεί και να χρησιμοποιηθεί αυτοτελώς, έτσι τα όρια της “παρτίδας” είναι δυσδιάκριτα. Για την αντιμετώπιση του θέματος έχουν αναπτυχθεί διάφορες μέθοδοι ιχνηλασιμότητας των χύδην υλικών, με μεγάλη ποικιλία τρόπων εφαρμογής από χειρόγραφα συστήματα μέχρι πλήρως αυτοματοποιημένα.
Δυστυχώς ένα γενικότερο πρόβλημα στην πραγματικότητα της χώρας ιδίως στις μικρές επιχειρήσεις, που αφθονούν στο χώρο των ζωοτροφών, είναι η έλλειψη κουλτούρας τεκμηρίωσης ή απλά η απροθυμία τήρησης αρχείων (προμηθειών, παραγωγής κλπ) πέραν αυτών που επιβάλλονται από τις οικονομικές υποχρεώσεις μιας επιχείρησης (και αυτών όχι πάντα). Γι' αυτό θα επικεντρωθούμε σε απλές και εφικτές προτάσεις που θα εξασφαλίσουν ένα βασικό επίπεδο ιχνηλασιμότητας.
Τα χύδην υλικά στις επιχειρήσεις ζωοτροφών είναι κατά κύριο λόγο οι α' ύλες ζωοτροφών με τον αραβόσιτο να αφορά την πλειοψηφία των περιπτώσεων ενώ σπάνια συναντώνται σύνθετες ζωοτροφές σε χύδην μορφή σε μικρές επιχειρήσεις. Οι κυριότερες περιπτώσεις χύδην σύνθετων ζωοτροφών αφορούν τις τροφές για πτηνά, που παράγονται σε καθετοποιημένες κεντρικές επιχειρήσεις και διακινούνται με σιλοφόρα οχήματα και τις τροφές για χοίρους που παράγονται in situ στις περισσότερες μονάδες και καταναλώνονται άμεσα.
Δύο είναι οι κύριοι τρόποι αποθήκευσης των χύδην υλικών στις επιχειρήσεις ζωοτροφών. Σε σιλό ή επιδαπέδια σε αποθήκες. Και στις δύο περιπτώσεις το βασικό πρόβλημα που δημιουργείται για την τήρηση ιχνηλασιμότητας είναι η “ανάμιξη” διαφορετικών παρτίδων υλικών, δηλαδή υλικών με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αυτό σχετίζεται με το πως θα ορίσουμε την παρτίδα μιας χύδην πρώτης ύλης που εισέρχεται στην επιχείρηση. Σε θεωρητικό επίπεδο η παρτίδα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια χαρακτηριστικών. Στην πράξη οι διάφορες παρτίδες χαρακτηρίζονται κυρίως από πρακτικά θέματα προμήθειας, διακίνησης και δυνατοτήτων αποθήκευσης. Π.χ. ο αραβόσιτος από δύο παραγωγούς μπορεί να μην έχει τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά να έρθει στην επιχείρηση με το ίδιο φορτηγό ή να αποθηκευθεί στο ίδιο σιλό. Έτσι λοιπόν διάφορες παρτίδες υλικών μπορεί να αντιμετωπίζονται ως μία σε επίπεδο επιχείρησης ή και το αντίθετο δηλαδή μία παρτίδα υλικού να αντιμετωπίζεται ως περισσότερες (πχ μεγάλο φορτίο αραβοσίτου από πλοίο που αποθηκεύεται σε πολλά σιλό). Αυτό, όμως, είναι απόλυτα αποδεκτό και αντιμετωπίσιμο. Εκείνο που προέχει σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η τεκμηρίωση και συγκεκριμένα το “ιστορικό” της παρτίδας που δημιουργήθηκε σε επίπεδο επιχείρησης. Δηλαδή για την παρτίδα που δημιουργείται από διάφορες παραλαβές α' ύλης καταγράφουμε (εδώ να επαναλάβουμε ότι ιχνηλασιμότητα χωρίς τεκμηρίωση δε γίνεται) στο αντίστοιχο αρχείο (έντυπο ή ηλεκτρονικό) που τηρούμε, τα χαρακτηριστικά (με έμφαση στην προέλευση) της παραλαβής μας. Έτσι ένα απόσπασμα ενός τέτοιου αρχείου θα έμοιαζε ως εξής:
Είδος: Αραβόσιτος Παρτίδα: 1
Ημερομηνία Ποσότητα
Παραλαβής Προμηθευτής Όχημα (ΚΙΛΑ) Παρατηρήσεις
10/1/2013 ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΕΚΑ 1234 20.000 ΣΙΛΟ 1 10/1/2013 ΚΩΣΤΑΣ ΕΚΑ 1111 21.000 ΣΙΛΟ 1 11/1/2013 ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΚΑ 2222 22.000 ΣΙΛΟ 1 12/1/2013 ΑΛΕΞΙΟΥ ΕΚΑ 3333 23.000 ΣΙΛΟ 1 Σύνολο: 46.000
Έτσι, για κάθε παρτίδα θα είναι αμέσως γνωστή η προέλευσή της και που βρίσκεται στην επιχείρηση.
Ας επανέλθουμε στο θέμα της ανάμιξης. Εκείνο που παρατηρούμε στο παραπάνω παράδειγμα είναι ότι από τη στιγμή που θα αποθηκευτούν τα φορτία σε ένα σιλό τα μεταχειριζόμαστε ως μία παρτίδα. Σε ένα σιλό ιδανικά το προϊόν που μπαίνει πρώτο θα έπρεπε να βγαίνει και πρώτο (First In – Fisrt Out) στην πράξη αυτό δε συμβαίνει και έτσι δεν μπορούμε γενικά να ξεχωρίσουμε τις 4 παραλαβές που έχουμε αποθηκεύσει εκεί. Εδώ υπεισέρχεται το επίπεδο της ακρίβειας που θέλουμε να επιτύχουμε στην ιχνηλασιμότητά μας. Αυτό εξαρτάται από την επιχείρηση και καθορίζεται με βάση τους διαθέσιμους πόρους και το κόστος. Γενικά όσο μεγαλύτερη ακρίβεια τόσο περισσότερος ο χρόνος και το κόστος. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο περιορισμός του εύρους της αναζήτησης είναι σαφώς προτιμότερος από την παντελή έλλειψη στοιχείων. Αντίστοιχο είναι και το πρόβλημα στις χύδην αποθήκες όπου πολλά εξαρτώνται από το σχεδιασμό της κάθε περίπτωσης. Γενικά, όμως, στις αποθήκες χύδην μπορεί εφόσον το επιτρέπει ο χώρος να γίνεται διαμερισματοποίηση της αποθήκης με προσωρινές κατασκευές ανάλογα με τις ανάγκες. Έτσι μπορούμε να ελαχιστοποιήσουμε την ανάμιξη μεταξύ των εισερχόμενων φορτίων και να επιτύχουμε πιο λεπτομερή ιχνηλασιμότητα.
Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε υποθέσει ότι το κάθε σιλό / αποθήκη θα τροφοδοτείται (γεμίζει) σε σχετικά σύντομο διάστημα και στην συνέχεια θα αναλώνεται μέχρι τέλους χωρίς συμπλήρωση. Αυτή είναι η σωστή και προτεινόμενη τακτική καθώς πέραν των υπολοίπων πρέπει να αδειάζουν σε τακτά διαστήματα οι χώροι αποθήκευσης ώστε να γίνονται οι απαραίτητες εργασίες καθαρισμού τους. Γι' αυτό είναι κρίσιμο να γίνεται σωστός σχεδιασμός της επιχείρησης ώστε να υπάρχει επάρκεια αποθηκευτικών χώρων όχι μόνο σε απόλυτα μεγέθη αλλά λαμβάνοντας υπόψιν και τη ροή των υλικών (αυτό ισχύει γενικότερα και όχι μόνο για τα χύδην υλικά).
Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις, όμως, που αυτό δεν τηρείται για διάφορους λόγους στους οποίους δεν θα επεκταθούμε. Σε αυτές τις περιπτώσεις πάλι μπορούμε να εξασφαλίσουμε ένα στοιχειώδες επίπεδο ιχνηλασιμότητας καθώς σε κάθε περίπτωση είναι προτιμότερο να έχουμε ένα εύρος αναζήτησης που θα είναι ένα κλάσμα των συνολικών φορτίων που εισέρχονται στην επιχείρηση. Στην περίπτωση των αποθηκών είναι πολύ σπάνιες οι περιπτώσεις που δεν μπορεί να γίνει διαμερισματοποίηση ή μια έστω στοιχειωδώς ξεχωριστή αποθήκευση. Ακόμα και έτσι όμως μια τεχνική που μπορούμε να εφαρμόσουμε είναι να δημιουργήσουμε μια νέα παρτίδα που θα αποτελείται από τα υπόλοιπα της υφιστάμενης και τις νέες προσθήκες. Εξυπακούεται ότι αυτή η τεχνική έχει περιορισμούς καθώς η ες αεί εφαρμογή της θα οδηγήσει σε πλήρη απώλεια της ιχνηλασιμότητας και σε κάθε περίπτωση θα πρέπει κάποια στιγμή να αδειάζει τελείως ο αποθηκευτικός χώρος για να καθαρισθεί.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση των σιλό αλλά εκεί δεν υπάρχει η πολυτέλεια του φυσικού διαχωρισμού. Έτσι στην περίπτωση σιλό στο οποίο θα προστεθεί νέο υλικό πάνω στο παλιό μπορούμε να εφαρμόσουμε με τους ίδιους περιορισμούς την τεχνική της δημιουργίας νέας παρτίδας. Από την άλλη στα σιλό η λειτουργία τους εκ κατασκευής ως First In – Fisrt Out συστημάτων επιτρέπει να κρατήσουμε τις παρτίδες διακριτές λαμβάνοντας όμως υπόψιν το μη ιδανικό της λειτουργίας και υπολογίζοντας έτσι ένα περιθώριο σφάλματος, στην ουσία ένα ποσοστό επικάλυψης των παρτίδων. Έτσι λοιπόν όταν θα αναζητήσουμε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή υπάρχει περίπτωση να καταλήξουμε σε δύο πιθανές παρτίδες αντί σε μία. Σε κάθε περίπτωση είναι προτιμότερο από την ολική αβεβαιότητα. Το ποσοστό ανάμιξης / επικάλυψης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες με βασικότερους τη ρεολογία του υλικού και το σχεδιασμό του σιλό, κυρίως τη διατομή του για τα κυλινδρικά σιλό που είναι τα συνηθέστερα. Όσο μεγαλύτερη τόσο αυξάνει σε γενικές γραμμές και το ποσοστό επικάλυψης. Αυτό προϋποθέτει και πειραματισμό από πλευράς επιχείρησης αλλά καλύτερο είναι να προβλεφθεί ένα μεγαλύτερο ποσοστό παρά μικρότερο. Σε ένα πρακτικό παράδειγμα αυτή η τεχνική δουλεύει ως εξής: σε ένα σιλό έχουμε την παρτίδα 1 με 40.000 kg πάνω της προσθέσουμε και την παρτίδα 2 με 20.000 kg και έχουμε υπολογίσει ένα ποσοστό επικάλυψης 25% με βάση το υλικό και το σιλό. Αυτό σημαίνει ότι υπολογίζουμε ότι 15.000 kg και των δύο παρτίδων θα είναι αναμεμιγμένα, όπου για λόγους ευκολίας θα θεωρήσουμε ότι είναι ισοκατανεμημένα στις δύο παρτίδες. Έτσι όταν θα έχουμε αναλώσει από το σιλό 32.500 kg (θα καταγράφονται ως παρτίδας 1 στην ιχνηλασιμότητά μας) θα φτάσουμε στη ζώνη “ανάμιξης” όπου στο σύστημα ιχνηλασιμότητάς μας θα καταγράφουμε ότι είναι παρτίδας 1 και 2. Μόλις αναλωθούν τα 15.000 kg της ζώνης αυτής, θα καταγράφουμε τα υπόλοιπα 12.500 kg ως παρτίδα 2. Οι περιορισμοί και οι παραδοχές του συστήματος αυτού είναι αρκετές αλλά είναι ένα απλό και πρακτικό σύστημα που παρέχει ένα βασικό επίπεδο ιχνηλασιμότητας.
Τα παραπάνω αποτελούν κάποιες βασικές αρχές και σκέψεις πάνω σε πρακτικά ζητήματα ιχνηλασιμότητας χύδην υλικών με έμφαση στις χύδην α' ύλες ζωοτροφών. Η κάθε επιχείρηση χρήζει ξεχωριστής αντιμετώπισης και μελέτης από γεωτεχνικούς με εμπειρία στα συστήματα αυτά για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας και των διεθνών προτύπων για την ιχνηλασιμότητα.
Ως ιχνηλασιμότητα ορίζουμε τη δυνατότητα να γνωρίζουμε την πορεία και τις επεμβάσεις που έχει δεχτεί κάθε παρτίδα προϊόντος από την πρωτογενή παραγωγή (χωράφι) μέχρι και τον τελικό καταναλωτή (πιάτο). Στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης επιχείρησης αυτή συνήθως αφορά την δυνατότητα προσδιορισμού της προέλευσης κάθε παρτίδας α' ύλης και της κατάληξης κάθε παρτίδας τελικού προϊόντος (σύστημα -1/+1) αλλά και την πορεία της κάθε παρτίδας α' ύλης εντός της επιχείρησης και τη σύνδεσή της με τα τελικά προϊόντα.
Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε κυρίως με πρακτικά θέματα ιχνηλασιμότητας των χύδην α' υλών ζωοτροφών που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιοχή μας και υπάρχουν συνέχεια ερωτήματα από τις επιχειρήσεις ζωοτροφών που είναι και κομβικά σημεία στη διακίνηση ζωοτροφών στην περιοχή μας.
Στην περίπτωση αυτή (χύδην υλικά) είναι σαφώς δυσκολότερη η εφαρμογή της ιχνηλασιμότητας σε σχέση με τα συσκευασμένα καθώς δεν υπάρχει πλέον η συμβατική έννοια της μονάδας που μπορεί να παρακολουθηθεί και να χρησιμοποιηθεί αυτοτελώς, έτσι τα όρια της “παρτίδας” είναι δυσδιάκριτα. Για την αντιμετώπιση του θέματος έχουν αναπτυχθεί διάφορες μέθοδοι ιχνηλασιμότητας των χύδην υλικών, με μεγάλη ποικιλία τρόπων εφαρμογής από χειρόγραφα συστήματα μέχρι πλήρως αυτοματοποιημένα.
Δυστυχώς ένα γενικότερο πρόβλημα στην πραγματικότητα της χώρας ιδίως στις μικρές επιχειρήσεις, που αφθονούν στο χώρο των ζωοτροφών, είναι η έλλειψη κουλτούρας τεκμηρίωσης ή απλά η απροθυμία τήρησης αρχείων (προμηθειών, παραγωγής κλπ) πέραν αυτών που επιβάλλονται από τις οικονομικές υποχρεώσεις μιας επιχείρησης (και αυτών όχι πάντα). Γι' αυτό θα επικεντρωθούμε σε απλές και εφικτές προτάσεις που θα εξασφαλίσουν ένα βασικό επίπεδο ιχνηλασιμότητας.
Τα χύδην υλικά στις επιχειρήσεις ζωοτροφών είναι κατά κύριο λόγο οι α' ύλες ζωοτροφών με τον αραβόσιτο να αφορά την πλειοψηφία των περιπτώσεων ενώ σπάνια συναντώνται σύνθετες ζωοτροφές σε χύδην μορφή σε μικρές επιχειρήσεις. Οι κυριότερες περιπτώσεις χύδην σύνθετων ζωοτροφών αφορούν τις τροφές για πτηνά, που παράγονται σε καθετοποιημένες κεντρικές επιχειρήσεις και διακινούνται με σιλοφόρα οχήματα και τις τροφές για χοίρους που παράγονται in situ στις περισσότερες μονάδες και καταναλώνονται άμεσα.
Δύο είναι οι κύριοι τρόποι αποθήκευσης των χύδην υλικών στις επιχειρήσεις ζωοτροφών. Σε σιλό ή επιδαπέδια σε αποθήκες. Και στις δύο περιπτώσεις το βασικό πρόβλημα που δημιουργείται για την τήρηση ιχνηλασιμότητας είναι η “ανάμιξη” διαφορετικών παρτίδων υλικών, δηλαδή υλικών με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αυτό σχετίζεται με το πως θα ορίσουμε την παρτίδα μιας χύδην πρώτης ύλης που εισέρχεται στην επιχείρηση. Σε θεωρητικό επίπεδο η παρτίδα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια χαρακτηριστικών. Στην πράξη οι διάφορες παρτίδες χαρακτηρίζονται κυρίως από πρακτικά θέματα προμήθειας, διακίνησης και δυνατοτήτων αποθήκευσης. Π.χ. ο αραβόσιτος από δύο παραγωγούς μπορεί να μην έχει τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά να έρθει στην επιχείρηση με το ίδιο φορτηγό ή να αποθηκευθεί στο ίδιο σιλό. Έτσι λοιπόν διάφορες παρτίδες υλικών μπορεί να αντιμετωπίζονται ως μία σε επίπεδο επιχείρησης ή και το αντίθετο δηλαδή μία παρτίδα υλικού να αντιμετωπίζεται ως περισσότερες (πχ μεγάλο φορτίο αραβοσίτου από πλοίο που αποθηκεύεται σε πολλά σιλό). Αυτό, όμως, είναι απόλυτα αποδεκτό και αντιμετωπίσιμο. Εκείνο που προέχει σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η τεκμηρίωση και συγκεκριμένα το “ιστορικό” της παρτίδας που δημιουργήθηκε σε επίπεδο επιχείρησης. Δηλαδή για την παρτίδα που δημιουργείται από διάφορες παραλαβές α' ύλης καταγράφουμε (εδώ να επαναλάβουμε ότι ιχνηλασιμότητα χωρίς τεκμηρίωση δε γίνεται) στο αντίστοιχο αρχείο (έντυπο ή ηλεκτρονικό) που τηρούμε, τα χαρακτηριστικά (με έμφαση στην προέλευση) της παραλαβής μας. Έτσι ένα απόσπασμα ενός τέτοιου αρχείου θα έμοιαζε ως εξής:
Είδος: Αραβόσιτος Παρτίδα: 1
Ημερομηνία Ποσότητα
Παραλαβής Προμηθευτής Όχημα (ΚΙΛΑ) Παρατηρήσεις
10/1/2013 ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΕΚΑ 1234 20.000 ΣΙΛΟ 1 10/1/2013 ΚΩΣΤΑΣ ΕΚΑ 1111 21.000 ΣΙΛΟ 1 11/1/2013 ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΚΑ 2222 22.000 ΣΙΛΟ 1 12/1/2013 ΑΛΕΞΙΟΥ ΕΚΑ 3333 23.000 ΣΙΛΟ 1 Σύνολο: 46.000
Έτσι, για κάθε παρτίδα θα είναι αμέσως γνωστή η προέλευσή της και που βρίσκεται στην επιχείρηση.
Ας επανέλθουμε στο θέμα της ανάμιξης. Εκείνο που παρατηρούμε στο παραπάνω παράδειγμα είναι ότι από τη στιγμή που θα αποθηκευτούν τα φορτία σε ένα σιλό τα μεταχειριζόμαστε ως μία παρτίδα. Σε ένα σιλό ιδανικά το προϊόν που μπαίνει πρώτο θα έπρεπε να βγαίνει και πρώτο (First In – Fisrt Out) στην πράξη αυτό δε συμβαίνει και έτσι δεν μπορούμε γενικά να ξεχωρίσουμε τις 4 παραλαβές που έχουμε αποθηκεύσει εκεί. Εδώ υπεισέρχεται το επίπεδο της ακρίβειας που θέλουμε να επιτύχουμε στην ιχνηλασιμότητά μας. Αυτό εξαρτάται από την επιχείρηση και καθορίζεται με βάση τους διαθέσιμους πόρους και το κόστος. Γενικά όσο μεγαλύτερη ακρίβεια τόσο περισσότερος ο χρόνος και το κόστος. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο περιορισμός του εύρους της αναζήτησης είναι σαφώς προτιμότερος από την παντελή έλλειψη στοιχείων. Αντίστοιχο είναι και το πρόβλημα στις χύδην αποθήκες όπου πολλά εξαρτώνται από το σχεδιασμό της κάθε περίπτωσης. Γενικά, όμως, στις αποθήκες χύδην μπορεί εφόσον το επιτρέπει ο χώρος να γίνεται διαμερισματοποίηση της αποθήκης με προσωρινές κατασκευές ανάλογα με τις ανάγκες. Έτσι μπορούμε να ελαχιστοποιήσουμε την ανάμιξη μεταξύ των εισερχόμενων φορτίων και να επιτύχουμε πιο λεπτομερή ιχνηλασιμότητα.
Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε υποθέσει ότι το κάθε σιλό / αποθήκη θα τροφοδοτείται (γεμίζει) σε σχετικά σύντομο διάστημα και στην συνέχεια θα αναλώνεται μέχρι τέλους χωρίς συμπλήρωση. Αυτή είναι η σωστή και προτεινόμενη τακτική καθώς πέραν των υπολοίπων πρέπει να αδειάζουν σε τακτά διαστήματα οι χώροι αποθήκευσης ώστε να γίνονται οι απαραίτητες εργασίες καθαρισμού τους. Γι' αυτό είναι κρίσιμο να γίνεται σωστός σχεδιασμός της επιχείρησης ώστε να υπάρχει επάρκεια αποθηκευτικών χώρων όχι μόνο σε απόλυτα μεγέθη αλλά λαμβάνοντας υπόψιν και τη ροή των υλικών (αυτό ισχύει γενικότερα και όχι μόνο για τα χύδην υλικά).
Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις, όμως, που αυτό δεν τηρείται για διάφορους λόγους στους οποίους δεν θα επεκταθούμε. Σε αυτές τις περιπτώσεις πάλι μπορούμε να εξασφαλίσουμε ένα στοιχειώδες επίπεδο ιχνηλασιμότητας καθώς σε κάθε περίπτωση είναι προτιμότερο να έχουμε ένα εύρος αναζήτησης που θα είναι ένα κλάσμα των συνολικών φορτίων που εισέρχονται στην επιχείρηση. Στην περίπτωση των αποθηκών είναι πολύ σπάνιες οι περιπτώσεις που δεν μπορεί να γίνει διαμερισματοποίηση ή μια έστω στοιχειωδώς ξεχωριστή αποθήκευση. Ακόμα και έτσι όμως μια τεχνική που μπορούμε να εφαρμόσουμε είναι να δημιουργήσουμε μια νέα παρτίδα που θα αποτελείται από τα υπόλοιπα της υφιστάμενης και τις νέες προσθήκες. Εξυπακούεται ότι αυτή η τεχνική έχει περιορισμούς καθώς η ες αεί εφαρμογή της θα οδηγήσει σε πλήρη απώλεια της ιχνηλασιμότητας και σε κάθε περίπτωση θα πρέπει κάποια στιγμή να αδειάζει τελείως ο αποθηκευτικός χώρος για να καθαρισθεί.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση των σιλό αλλά εκεί δεν υπάρχει η πολυτέλεια του φυσικού διαχωρισμού. Έτσι στην περίπτωση σιλό στο οποίο θα προστεθεί νέο υλικό πάνω στο παλιό μπορούμε να εφαρμόσουμε με τους ίδιους περιορισμούς την τεχνική της δημιουργίας νέας παρτίδας. Από την άλλη στα σιλό η λειτουργία τους εκ κατασκευής ως First In – Fisrt Out συστημάτων επιτρέπει να κρατήσουμε τις παρτίδες διακριτές λαμβάνοντας όμως υπόψιν το μη ιδανικό της λειτουργίας και υπολογίζοντας έτσι ένα περιθώριο σφάλματος, στην ουσία ένα ποσοστό επικάλυψης των παρτίδων. Έτσι λοιπόν όταν θα αναζητήσουμε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή υπάρχει περίπτωση να καταλήξουμε σε δύο πιθανές παρτίδες αντί σε μία. Σε κάθε περίπτωση είναι προτιμότερο από την ολική αβεβαιότητα. Το ποσοστό ανάμιξης / επικάλυψης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες με βασικότερους τη ρεολογία του υλικού και το σχεδιασμό του σιλό, κυρίως τη διατομή του για τα κυλινδρικά σιλό που είναι τα συνηθέστερα. Όσο μεγαλύτερη τόσο αυξάνει σε γενικές γραμμές και το ποσοστό επικάλυψης. Αυτό προϋποθέτει και πειραματισμό από πλευράς επιχείρησης αλλά καλύτερο είναι να προβλεφθεί ένα μεγαλύτερο ποσοστό παρά μικρότερο. Σε ένα πρακτικό παράδειγμα αυτή η τεχνική δουλεύει ως εξής: σε ένα σιλό έχουμε την παρτίδα 1 με 40.000 kg πάνω της προσθέσουμε και την παρτίδα 2 με 20.000 kg και έχουμε υπολογίσει ένα ποσοστό επικάλυψης 25% με βάση το υλικό και το σιλό. Αυτό σημαίνει ότι υπολογίζουμε ότι 15.000 kg και των δύο παρτίδων θα είναι αναμεμιγμένα, όπου για λόγους ευκολίας θα θεωρήσουμε ότι είναι ισοκατανεμημένα στις δύο παρτίδες. Έτσι όταν θα έχουμε αναλώσει από το σιλό 32.500 kg (θα καταγράφονται ως παρτίδας 1 στην ιχνηλασιμότητά μας) θα φτάσουμε στη ζώνη “ανάμιξης” όπου στο σύστημα ιχνηλασιμότητάς μας θα καταγράφουμε ότι είναι παρτίδας 1 και 2. Μόλις αναλωθούν τα 15.000 kg της ζώνης αυτής, θα καταγράφουμε τα υπόλοιπα 12.500 kg ως παρτίδα 2. Οι περιορισμοί και οι παραδοχές του συστήματος αυτού είναι αρκετές αλλά είναι ένα απλό και πρακτικό σύστημα που παρέχει ένα βασικό επίπεδο ιχνηλασιμότητας.
Τα παραπάνω αποτελούν κάποιες βασικές αρχές και σκέψεις πάνω σε πρακτικά ζητήματα ιχνηλασιμότητας χύδην υλικών με έμφαση στις χύδην α' ύλες ζωοτροφών. Η κάθε επιχείρηση χρήζει ξεχωριστής αντιμετώπισης και μελέτης από γεωτεχνικούς με εμπειρία στα συστήματα αυτά για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας και των διεθνών προτύπων για την ιχνηλασιμότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.