Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο πρόσφατο (αριθ. 6/2015-25/8/2015) τεύχος του περιοδικού "Γεωργία-Κτηνοτροφία" και είναι του Δρ. χημικού κ. Γιώργου Μηλιάδη (βλ. παραπομπή στο τέλος του κειμένου). Παρουσιάζει με στοιχεία ποιά είναι η κατάσταση σήμερα σε Ελλάδα και Ευρώπη στο θέμα "φυτοφάρμακα και ασφάλεια τροφίμων", χωρίς δραματοποιήσεις αλλά και χωρίς καμία προσπάθεια εξωραϊσμού. Οι υπογραμμίσεις σε κάποια σημεία που θεωρούμε σημαντικά είναι δικές μας.
Υπολείμματα και ανώτατα επιτρεπόμενα επίπεδα (MRL)
«Υπολείμματα» είναι τα ίχνη των φυτοφαρμάκων που παραμένουν στα τρόφιμα και που οφείλονται συνήθως στη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την προστασία της γεωργικής παραγωγής.
Ανώτατο επίπεδο υπολείμματος (Maximum Residue Level, MRL) είναι το υψηλότερο όριο του υπολείμματος φυτοφαρμάκου που είναι νομικά ανεκτό μέσα ή πάνω στα τρόφιμα ή τις ζωοτροφές, όταν τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα εφαρμόζονται ορθά, σύμφωνα δηλαδή με την ορθή γεωργική πρακτική.
H Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθορίζει όρια MRL για όλα τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές προκειμένου οι συγκεντρώσεις των υπολειμμάτων που βρίσκονται σε αυτά να είναι ασφαλείς για τους καταναλωτές και κατά το δυνατόν χαμηλότερες. Τα όρια MRL για όλες τις καλλιέργειες και για όλα τα φυτοφάρμακα βρίσκονται στη βάση δεδομένων της ιστοσελίδας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής http://ec.europa.eu/sanco_pesticides. Τα όρια MRL θεσπίζονται μεν με γνώμονα την προστασία του καταναλωτή, αλλά δε στηρίζονται μόνο σε τοξικολογικά δεδομένα. Για το λόγο αυτό, ένα δείγμα που είναι υπερβατικό των ορίων δεν σημαίνει πως αυτόματα είναι επικίνδυνο για κατανάλωση και προκειμένου να ελεγχθεί η επικινδυνότητα του πραγματοποιείται επιπρόσθετος σχετικός έλεγχος.
Έλεγχοι υπολειμμάτων στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα
Οι έλεγχοι υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στα τρόφιμα στη χώρα μας γίνονται από αρκετά κρατικά και ιδιωτικά εργαστήρια. Σκοπός των κρατικών είναι ο έλεγχος της αγοράς για τη διαπίστωση παραβάσεων, ενώ των ιδιωτικών ο έλεγχος των προϊόντων που ζητάει ο παραγωγός, ο διακινητής, ο έμπορος, ο εξαγωγέας, η βιομηχανία ή ο κάθε ενδιαφερόμενος, προκειμένου να ελέγξει την ασφάλεια των προϊόντων του.
Οι κρατικοί έλεγχοι για υπολείμματα φυτοφαρμάκων στις χώρες της Ε.Ε. διενεργούνται προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση των τροφίμων με τα νομοθετικά όρια. Από τα αποτελέσματα αυτών των ελέγχων, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA) αξιολογεί την πραγματική έκθεση του καταναλωτή στα υπολείμματα φυτοφαρμάκων και πραγματοποιεί ανάλυση της χρόνιας και της οξείας επικινδυνότητας για τους ευρωπαίους καταναλωτές. Επειδή όμως ο χρόνος ανάλυσης των δειγμάτων από τα εργαστήρια των επισήμων ελέγχων διαρκεί αρκετές ημέρες ως και μερικές εβδομάδες, τα αποτελέσματα της ανάλυσης υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων γίνονται γνωστά όταν πλέον το μεγαλύτερο μέρος από τα ελεγχόμενα προϊόντα έχει ήδη καταναλωθεί. Έτσι η πραγματοποίηση των αναλύσεων δε στοχεύει στην ενημέρωση του κοινού σχετικά με επικείμενους κινδύνους που σχετίζονται με τα τρόφιμα. Παρέχει όμως στους επιστήμονες τροφίμων:
α) μία επιστημονική βάση πληροφοριών για τη λήψη κατάλληλων δράσεων διαχείρισης του κινδύνου σε μελλοντικά προγράμματα παρακολούθησης υπολειμμάτων
β) πληροφορίες σχετικά με το ποια φυτοφάρμακα στα τρόφιμα θα πρέπει να ελέγχονται στα προγράμματα παρακολούθησης
γ) τυχόν ανάγκη αλλαγής των ανώτατων νομοθετικών ορίων.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2013 αναλύθηκαν 81.000 δείγματα τροφίμων για έλεγχο υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων. Ο μέσος αριθμός φυτοφαρμάκων που ελέγχθηκε σε κάθε δείγμα ήταν 200 ουσίες. Από αυτά τα δείγματα το 70% ήταν προϊόντα παραγόμενα στην Ε.Ε. και το 30% ήταν εισαγόμενα από τρίτες χώρες.
Από τα δείγματα αυτά, σε ένα ποσοστό περίπου 54% δεν ανιχνεύθηκαν υπολείμματα φυτοφαρμάκων, στο 43% βρέθηκαν υπολείμματα εντός των αποδεκτών ορίων, ενώ στο 2,6% βρέθηκαν υπολείμματα πάνω από τα νομοθετικά όρια. Η διαχρονική εξέλιξη του ποσοστού δειγμάτων με υπολείμματα άνω των ορίων σε Ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, φαίνονται στον Πίνακα 1.
Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, τα δείγματα που αναλύθηκαν το 2013 ήταν 2.270 και τα ποσοστά δειγμάτων άνω των ορίων ήταν παραπλήσια με αυτά του Ευρωπαϊκού μέσου όρου όπως φαίνεται στον Πίνακα 1.
Η συχνότητα των ελέγχων στις χώρες της Ε.Ε. σχετίζεται με τον πληθυσμό της κάθε χώρας, όμως, όπως φαίνεται στον Πίνακα 2, μερικές μικρές σε πληθυσμό χώρες όπως η Κύπρος αλλά και η Ελλάδα πραγματοποιούν αναλογικά πολύ περισσότερους ελέγχους από μεγάλες σε πληθυσμό χώρες, όπως η Γαλλία, η Ισπανία, ή η Βρετανία.
Υπερβάσεις ορίων ανάλογα με την προέλευση και την κατηγορία των προϊόντων
Όπως προκύπτει από τους ελέγχους, τα γεωργικά προϊόντα που παράγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σημαντικά πιο ασφαλή από τα αντίστοιχα που εισάγονται από τρίτες χώρες, εκτός της Ε.Ε., με ποσοστό δειγμάτων άνω των ορίων MRL 1,4% για τα Ευρωπαϊκά προϊόντα και 4,7% για τα προϊόντα τρίτων χωρών. Πάντως, λόγω των εντατικών ελέγχων της Ε.Ε., τα προϊόντα που προέρχονται από τρίτες χώρες παρουσιάζουν, στη διάρκεια των τελευταίων ετών, διαρκή και σημαντική βελτίωση, ως προς τη συμμόρφωσή τους με τα Ευρωπαϊκά όρια MRL.
Τα Ελληνικά αγροτικά προϊόντα, ανεξάρτητα από τη χώρα στην οποία ελέγχθηκαν, βρέθηκαν να κατέχουν την 8η θέση μεταξύ 31 ευρωπαϊκών χωρών, σε σχέση με τις υπερβάσεις των ορίων υπολειμμάτων. Συγκεκριμένα, το 64,9% των Ελληνικών προϊόντων δεν περιείχαν ανιχνεύσιμα υπολείμματα, το 32,7% περιείχαν υπολείμματα εντός των ορίων και το 2,2% άνω των ορίων MRL.
Οι χώρες τα προϊόντα των οποίων βρέθηκαν με τα χειρότερα ποσοστά δειγμάτων άνω των ορίων ήταν η Ισλανδία, η Βουλγαρία, η Πορτογαλία και η Γαλλία. Από τις τρίτες χώρες, αυτές με τα πιο επιβαρυμένα προϊόντα είναι η Ουγκάντα, η Καμπότζη και η Μαλαισία, των οποίων τα προϊόντα έχουν υπερβάσεις των ορίων σε ποσοστό άνω του 30% και ακολουθούν το Βιετνάμ, η Ινδία και η Ταϋλάνδη με ποσοστά υπερβάσεων των ορίων περίπου 15%. Αντίθετα στις καλύτερες θέσεις από τις τρίτες χώρες είναι η Χιλή, η Νέα Ζηλανδία και η Αυστραλία.
Από τα νωπά προϊόντα, αυτά με τις συχνότερες υπερβάσεις ορίων είναι τα τροπικά φρούτα, οι μπάμιες, τα αρτυματικά φυτά, το σπανάκι, και τα φυλλώδη λαχανικά. Αντίθετα άλλα προϊόντα όπως το πορτοκάλι και η φράουλα, παρ’ ότι σε αυτά ανιχνεύονται υπολείμματα σε μεγάλη συχνότητα, περίπου 80%, βρίσκονται όμως στις καλύτερες θέσεις από πλευράς υπερβάσεων των ορίων.
Συνδυασμοί είδους προϊόντος και χώρας προέλευσης που στο παρελθόν έχουν βρεθεί με σημαντικές υπερβάσεις ορίων MRL, αποτελούν τα αμπελόφυλλα Τουρκίας, οι πιπεριές και τα σταφύλια Ινδίας, κ.ά.
Τα μεταποιημένα τρόφιμα εμφανίζουν πολύ καλύτερη εικόνα από τα νωπά προϊόντα σε σχέση με τα υπολείμματα, κάτι αναμενόμενο, αφού οι διαδικασίες μεταποίησης όπως θέρμανση, πλύσιμο, κλπ. απομακρύνουν ή διασπούν ένα μεγάλο μέρος των υπολειμμάτων. Παραμένει όμως ως πρόβλημα το γεγονός ότι στα περισσότερα μεταποιημένα προϊόντα δεν έχουν οριστεί ακόμα όρια MRL από την Ε.Ε. Ως αποτέλεσμα η κάθε χώρα αξιολογεί τα υπολείμματα που ανιχνεύονται στα μεταποιημένα τρόφιμα (κρασί, λάδι, κ.λπ.) και την επικινδυνότητά τους, με βάση τους συντελεστές μεταποίησης του τροφίμου και τις τοξικολογικές τιμές αναφοράς των φυτοφαρμάκων.
Οι βρεφικές τροφές αποδείχθηκαν από τους ελέγχους ότι σε ποσοστό 93% είναι ελεύθερες υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα προϊόντα βιολογικής γεωργίας είναι 85%. Αξίζει όμως να επισημανθεί ότι για ορισμένα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, όπως ο χαλκός ή το spinosad, επιτρέπεται η χρήση τους στη βιολογική γεωργία. Πάντως και στις δύο αυτές κατηγορίες τροφίμων, υπάρχουν δείγματα με υπέρβαση των ορίων MRL. Συγκεκριμένα στις βρεφικές τροφές το ποσοστό αυτό είναι 0,7% και στα προϊόντα βιολογικής γεωργίας 0,8%.
Ως προς τα προϊόντα ζωικής παραγωγής, όπως κρέας, γαλακτοκομικά, κ.λπ., η συχνότητα υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων που βρίσκεται από τους ελέγχους είναι εξαιρετικά μικρότερη από τα προϊόντα φυτικής παραγωγής. Έτσι το 88% των δειγμάτων ζωικής παραγωγής βρίσκεται ελεύθερο υπολειμμάτων, ενώ το ποσοστό δειγμάτων άνω των ορίων είναι μόλις 0,3%. Έχει όμως ενδιαφέρον το γεγονός ότι στα τρόφιμα αυτά και ιδιαίτερα στους λιπώδεις ιστούς τους, ανιχνεύονται σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις ουσίες που είναι απαγορευμένες από 40 χρόνια, όπως το DDT και οι μεταβολίτες του. Αυτό δείχνει ότι οι ουσίες αυτές είναι πολύ σταθερές στο περιβάλλον και έχουν την τάση να «βιοσυσσωρεύνται», δηλαδή μέσω της τροφικής αλυσίδας να αυξάνεται η συγκέντρωσή τους από τους μικρότερους στους μεγαλύτερους ζωικούς οργανισμούς.
Μεγάλο ερωτηματικό η συνεργιστική δράση υπολειμμάτων διαφόρων ενώσεων
Ένας σημαντικός παράγων στα υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που μέχρι στιγμής δεν αξιολογείται, είναι η «συνεργιστική» τους δράση, η ταυτόχρονη δηλαδή ύπαρξη σε ένα τρόφιμο υπολειμμάτων πολλών διαφορετικών φυτοφαρμάκων. Για παράδειγμα, στη χώρα μας έχουν ανιχνευθεί σε ένα δείγμα υπολείμματα 28 διαφορετικών φυτοφάρμακων. Μέχρι σήμερα η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταλήξει στον τρόπο εκτίμησης της επικινδυνότητας ενός τέτοιου δείγματος. Ακόμα και αν όλα τα φυτοφάρμακα που υπάρχουν στο δείγμα αυτό είναι εντός των ορίων MRL, η επικινδυνότητά του για κατανάλωση δεν μπορεί να εκτιμηθεί, αφού δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί για τη συνύπαρξη των φυτοφαρμάκων, πόσο μάλλον να συνεκτιμήσει τη συνύπαρξη και άλλων χημικών ρυπαντών, όπως πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες, βαρέα μέταλλα, μυκοτοξίνες, διοξίνες. Τα δείγματα με πολλαπλά υπολείμματα φυτοφαρμάκων αντιστοιχούν σε περίπου 30% των ελέγχων.
Συνιστώμενα μέτρα
Όσον αφορά στα μέτρα που πρέπει να παίρνει ένας παραγωγός, η ορθολογική χρήση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και η αυστηρή τήρηση των κανόνων ορθής γεωργικής πρακτικής είναι θεμελιώδους σημασίας.
Για τον παραγωγό αλλά και για τον έμπορο, μεταποιητή ή διακινητή των αγροτικών προϊόντων, ο έλεγχος πριν από κάθε μεταποίηση ή διακίνηση του προϊόντος, του εξασφαλίζει ότι θα γνωρίζει τα επίπεδα των υπολειμμάτων στο προϊόν του και έτσι θα προλάβει πιθανές ποινικές ρήτρες ή επιστροφή του προϊόντος. Ο έλεγχος αυτός μπορεί ακόμα να προλάβει τυχόν απόρριψη ολόκληρου φορτίου αντί για την απόρριψη μιας μόνο παρτίδας που περιέχει υπολείμματα πάνω από τα όρια και η οποία αποτελεί μέρος του συνολικού φορτίου. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία τροφίμων για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια του προϊόντος. Είναι προφανές πως οι έλεγχοι αυτοί αποκτούν ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις ειδικών κατηγοριών τροφίμων όπως οι παιδικές τροφές που έχουν αυστηρότερα όρια και τα προϊόντα βιολογικής γεωργίας στα οποία δεν επιτρέπονται υπολείμματα φυτοφαρμάκων.
Σε σχέση με τα μέτρα που πρέπει να παίρνει ο καταναλωτής για την προστασία του:
–– Δεν πρέπει να μειώσει την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, αφού είναι γνωστές οι ωφέλειες τους στην υγεία.
–– Πρέπει να είναι σχολαστικός στους κανόνες υγιεινής, να πλένει δηλαδή τα φρούτα και τα λαχανικά με άφθονο νερό και όπου είναι εφικτό με πράσινο σαπούνι (π.χ. μήλα, ντομάτες, κλπ.), οπότε απομακρύνεται σημαντικό μέρος των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων.
–– Να ξεφλουδίζει τα φρούτα, όπως το μήλο, το αχλάδι, ή να απομακρύνει τα εξωτερικά φύλλα λαχανικών, όπως το μαρούλι, το λάχανο, αφού ένα σημαντικό μέρος των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων παραμένει εκεί.
--Να καταναλώνει τρόφιμα κατά το δυνατόν σε μεγάλη ποικιλία και από διαφορετικούς προμηθευτές, ώστε να διασπείρει τυχόν κινδύνους.
Ο Δρ. Γιώργος Μηλιάδης είναι Χημικός, Τεχνικός Διευθυντής και υπεύθυνος του Τομέα Φυτοφαρμάκων των εργαστηρίων Food Allergen Laboratories σε Αθήνα, Κρήτη, και Κύπρο. Διετέλεσε επί 30 έτη προϊστάμενος του Εθνικού Εργαστηρίου Αναφοράς στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο,εμπειρογνώμων του Γραφείου Τροφίμων & Κτηνιατρικών (FVO) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αντιπρόεδρος τεχνικής επιτροπής και αξιολογητής του Ε.ΣΥ.Δ. για τη διαπίστευση εργαστηρίων σύμφωνα με τα πρότυπα ISO 17025 και ISO 17043.
Υπολείμματα και ανώτατα επιτρεπόμενα επίπεδα (MRL)
«Υπολείμματα» είναι τα ίχνη των φυτοφαρμάκων που παραμένουν στα τρόφιμα και που οφείλονται συνήθως στη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την προστασία της γεωργικής παραγωγής.
Ανώτατο επίπεδο υπολείμματος (Maximum Residue Level, MRL) είναι το υψηλότερο όριο του υπολείμματος φυτοφαρμάκου που είναι νομικά ανεκτό μέσα ή πάνω στα τρόφιμα ή τις ζωοτροφές, όταν τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα εφαρμόζονται ορθά, σύμφωνα δηλαδή με την ορθή γεωργική πρακτική.
H Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθορίζει όρια MRL για όλα τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές προκειμένου οι συγκεντρώσεις των υπολειμμάτων που βρίσκονται σε αυτά να είναι ασφαλείς για τους καταναλωτές και κατά το δυνατόν χαμηλότερες. Τα όρια MRL για όλες τις καλλιέργειες και για όλα τα φυτοφάρμακα βρίσκονται στη βάση δεδομένων της ιστοσελίδας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής http://ec.europa.eu/sanco_pesticides. Τα όρια MRL θεσπίζονται μεν με γνώμονα την προστασία του καταναλωτή, αλλά δε στηρίζονται μόνο σε τοξικολογικά δεδομένα. Για το λόγο αυτό, ένα δείγμα που είναι υπερβατικό των ορίων δεν σημαίνει πως αυτόματα είναι επικίνδυνο για κατανάλωση και προκειμένου να ελεγχθεί η επικινδυνότητα του πραγματοποιείται επιπρόσθετος σχετικός έλεγχος.
(Πατήστε πάνω στον πίνακα για να τον δείτε σε μεγέθυνση) |
Έλεγχοι υπολειμμάτων στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα
Οι έλεγχοι υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στα τρόφιμα στη χώρα μας γίνονται από αρκετά κρατικά και ιδιωτικά εργαστήρια. Σκοπός των κρατικών είναι ο έλεγχος της αγοράς για τη διαπίστωση παραβάσεων, ενώ των ιδιωτικών ο έλεγχος των προϊόντων που ζητάει ο παραγωγός, ο διακινητής, ο έμπορος, ο εξαγωγέας, η βιομηχανία ή ο κάθε ενδιαφερόμενος, προκειμένου να ελέγξει την ασφάλεια των προϊόντων του.
(Πατήστε πάνω στον πίνακα για να τον δείτε σε μεγέθυνση) |
Οι κρατικοί έλεγχοι για υπολείμματα φυτοφαρμάκων στις χώρες της Ε.Ε. διενεργούνται προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση των τροφίμων με τα νομοθετικά όρια. Από τα αποτελέσματα αυτών των ελέγχων, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA) αξιολογεί την πραγματική έκθεση του καταναλωτή στα υπολείμματα φυτοφαρμάκων και πραγματοποιεί ανάλυση της χρόνιας και της οξείας επικινδυνότητας για τους ευρωπαίους καταναλωτές. Επειδή όμως ο χρόνος ανάλυσης των δειγμάτων από τα εργαστήρια των επισήμων ελέγχων διαρκεί αρκετές ημέρες ως και μερικές εβδομάδες, τα αποτελέσματα της ανάλυσης υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων γίνονται γνωστά όταν πλέον το μεγαλύτερο μέρος από τα ελεγχόμενα προϊόντα έχει ήδη καταναλωθεί. Έτσι η πραγματοποίηση των αναλύσεων δε στοχεύει στην ενημέρωση του κοινού σχετικά με επικείμενους κινδύνους που σχετίζονται με τα τρόφιμα. Παρέχει όμως στους επιστήμονες τροφίμων:
α) μία επιστημονική βάση πληροφοριών για τη λήψη κατάλληλων δράσεων διαχείρισης του κινδύνου σε μελλοντικά προγράμματα παρακολούθησης υπολειμμάτων
β) πληροφορίες σχετικά με το ποια φυτοφάρμακα στα τρόφιμα θα πρέπει να ελέγχονται στα προγράμματα παρακολούθησης
γ) τυχόν ανάγκη αλλαγής των ανώτατων νομοθετικών ορίων.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2013 αναλύθηκαν 81.000 δείγματα τροφίμων για έλεγχο υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων. Ο μέσος αριθμός φυτοφαρμάκων που ελέγχθηκε σε κάθε δείγμα ήταν 200 ουσίες. Από αυτά τα δείγματα το 70% ήταν προϊόντα παραγόμενα στην Ε.Ε. και το 30% ήταν εισαγόμενα από τρίτες χώρες.
Από τα δείγματα αυτά, σε ένα ποσοστό περίπου 54% δεν ανιχνεύθηκαν υπολείμματα φυτοφαρμάκων, στο 43% βρέθηκαν υπολείμματα εντός των αποδεκτών ορίων, ενώ στο 2,6% βρέθηκαν υπολείμματα πάνω από τα νομοθετικά όρια. Η διαχρονική εξέλιξη του ποσοστού δειγμάτων με υπολείμματα άνω των ορίων σε Ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, φαίνονται στον Πίνακα 1.
Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, τα δείγματα που αναλύθηκαν το 2013 ήταν 2.270 και τα ποσοστά δειγμάτων άνω των ορίων ήταν παραπλήσια με αυτά του Ευρωπαϊκού μέσου όρου όπως φαίνεται στον Πίνακα 1.
Η συχνότητα των ελέγχων στις χώρες της Ε.Ε. σχετίζεται με τον πληθυσμό της κάθε χώρας, όμως, όπως φαίνεται στον Πίνακα 2, μερικές μικρές σε πληθυσμό χώρες όπως η Κύπρος αλλά και η Ελλάδα πραγματοποιούν αναλογικά πολύ περισσότερους ελέγχους από μεγάλες σε πληθυσμό χώρες, όπως η Γαλλία, η Ισπανία, ή η Βρετανία.
Υπερβάσεις ορίων ανάλογα με την προέλευση και την κατηγορία των προϊόντων
Όπως προκύπτει από τους ελέγχους, τα γεωργικά προϊόντα που παράγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σημαντικά πιο ασφαλή από τα αντίστοιχα που εισάγονται από τρίτες χώρες, εκτός της Ε.Ε., με ποσοστό δειγμάτων άνω των ορίων MRL 1,4% για τα Ευρωπαϊκά προϊόντα και 4,7% για τα προϊόντα τρίτων χωρών. Πάντως, λόγω των εντατικών ελέγχων της Ε.Ε., τα προϊόντα που προέρχονται από τρίτες χώρες παρουσιάζουν, στη διάρκεια των τελευταίων ετών, διαρκή και σημαντική βελτίωση, ως προς τη συμμόρφωσή τους με τα Ευρωπαϊκά όρια MRL.
Τα Ελληνικά αγροτικά προϊόντα, ανεξάρτητα από τη χώρα στην οποία ελέγχθηκαν, βρέθηκαν να κατέχουν την 8η θέση μεταξύ 31 ευρωπαϊκών χωρών, σε σχέση με τις υπερβάσεις των ορίων υπολειμμάτων. Συγκεκριμένα, το 64,9% των Ελληνικών προϊόντων δεν περιείχαν ανιχνεύσιμα υπολείμματα, το 32,7% περιείχαν υπολείμματα εντός των ορίων και το 2,2% άνω των ορίων MRL.
Οι χώρες τα προϊόντα των οποίων βρέθηκαν με τα χειρότερα ποσοστά δειγμάτων άνω των ορίων ήταν η Ισλανδία, η Βουλγαρία, η Πορτογαλία και η Γαλλία. Από τις τρίτες χώρες, αυτές με τα πιο επιβαρυμένα προϊόντα είναι η Ουγκάντα, η Καμπότζη και η Μαλαισία, των οποίων τα προϊόντα έχουν υπερβάσεις των ορίων σε ποσοστό άνω του 30% και ακολουθούν το Βιετνάμ, η Ινδία και η Ταϋλάνδη με ποσοστά υπερβάσεων των ορίων περίπου 15%. Αντίθετα στις καλύτερες θέσεις από τις τρίτες χώρες είναι η Χιλή, η Νέα Ζηλανδία και η Αυστραλία.
Από τα νωπά προϊόντα, αυτά με τις συχνότερες υπερβάσεις ορίων είναι τα τροπικά φρούτα, οι μπάμιες, τα αρτυματικά φυτά, το σπανάκι, και τα φυλλώδη λαχανικά. Αντίθετα άλλα προϊόντα όπως το πορτοκάλι και η φράουλα, παρ’ ότι σε αυτά ανιχνεύονται υπολείμματα σε μεγάλη συχνότητα, περίπου 80%, βρίσκονται όμως στις καλύτερες θέσεις από πλευράς υπερβάσεων των ορίων.
Συνδυασμοί είδους προϊόντος και χώρας προέλευσης που στο παρελθόν έχουν βρεθεί με σημαντικές υπερβάσεις ορίων MRL, αποτελούν τα αμπελόφυλλα Τουρκίας, οι πιπεριές και τα σταφύλια Ινδίας, κ.ά.
Τα μεταποιημένα τρόφιμα εμφανίζουν πολύ καλύτερη εικόνα από τα νωπά προϊόντα σε σχέση με τα υπολείμματα, κάτι αναμενόμενο, αφού οι διαδικασίες μεταποίησης όπως θέρμανση, πλύσιμο, κλπ. απομακρύνουν ή διασπούν ένα μεγάλο μέρος των υπολειμμάτων. Παραμένει όμως ως πρόβλημα το γεγονός ότι στα περισσότερα μεταποιημένα προϊόντα δεν έχουν οριστεί ακόμα όρια MRL από την Ε.Ε. Ως αποτέλεσμα η κάθε χώρα αξιολογεί τα υπολείμματα που ανιχνεύονται στα μεταποιημένα τρόφιμα (κρασί, λάδι, κ.λπ.) και την επικινδυνότητά τους, με βάση τους συντελεστές μεταποίησης του τροφίμου και τις τοξικολογικές τιμές αναφοράς των φυτοφαρμάκων.
Οι βρεφικές τροφές αποδείχθηκαν από τους ελέγχους ότι σε ποσοστό 93% είναι ελεύθερες υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα προϊόντα βιολογικής γεωργίας είναι 85%. Αξίζει όμως να επισημανθεί ότι για ορισμένα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, όπως ο χαλκός ή το spinosad, επιτρέπεται η χρήση τους στη βιολογική γεωργία. Πάντως και στις δύο αυτές κατηγορίες τροφίμων, υπάρχουν δείγματα με υπέρβαση των ορίων MRL. Συγκεκριμένα στις βρεφικές τροφές το ποσοστό αυτό είναι 0,7% και στα προϊόντα βιολογικής γεωργίας 0,8%.
Ως προς τα προϊόντα ζωικής παραγωγής, όπως κρέας, γαλακτοκομικά, κ.λπ., η συχνότητα υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων που βρίσκεται από τους ελέγχους είναι εξαιρετικά μικρότερη από τα προϊόντα φυτικής παραγωγής. Έτσι το 88% των δειγμάτων ζωικής παραγωγής βρίσκεται ελεύθερο υπολειμμάτων, ενώ το ποσοστό δειγμάτων άνω των ορίων είναι μόλις 0,3%. Έχει όμως ενδιαφέρον το γεγονός ότι στα τρόφιμα αυτά και ιδιαίτερα στους λιπώδεις ιστούς τους, ανιχνεύονται σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις ουσίες που είναι απαγορευμένες από 40 χρόνια, όπως το DDT και οι μεταβολίτες του. Αυτό δείχνει ότι οι ουσίες αυτές είναι πολύ σταθερές στο περιβάλλον και έχουν την τάση να «βιοσυσσωρεύνται», δηλαδή μέσω της τροφικής αλυσίδας να αυξάνεται η συγκέντρωσή τους από τους μικρότερους στους μεγαλύτερους ζωικούς οργανισμούς.
Μεγάλο ερωτηματικό η συνεργιστική δράση υπολειμμάτων διαφόρων ενώσεων
Ένας σημαντικός παράγων στα υπολείμματα φυτοφαρμάκων, που μέχρι στιγμής δεν αξιολογείται, είναι η «συνεργιστική» τους δράση, η ταυτόχρονη δηλαδή ύπαρξη σε ένα τρόφιμο υπολειμμάτων πολλών διαφορετικών φυτοφαρμάκων. Για παράδειγμα, στη χώρα μας έχουν ανιχνευθεί σε ένα δείγμα υπολείμματα 28 διαφορετικών φυτοφάρμακων. Μέχρι σήμερα η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταλήξει στον τρόπο εκτίμησης της επικινδυνότητας ενός τέτοιου δείγματος. Ακόμα και αν όλα τα φυτοφάρμακα που υπάρχουν στο δείγμα αυτό είναι εντός των ορίων MRL, η επικινδυνότητά του για κατανάλωση δεν μπορεί να εκτιμηθεί, αφού δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί για τη συνύπαρξη των φυτοφαρμάκων, πόσο μάλλον να συνεκτιμήσει τη συνύπαρξη και άλλων χημικών ρυπαντών, όπως πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες, βαρέα μέταλλα, μυκοτοξίνες, διοξίνες. Τα δείγματα με πολλαπλά υπολείμματα φυτοφαρμάκων αντιστοιχούν σε περίπου 30% των ελέγχων.
Συνιστώμενα μέτρα
Όσον αφορά στα μέτρα που πρέπει να παίρνει ένας παραγωγός, η ορθολογική χρήση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και η αυστηρή τήρηση των κανόνων ορθής γεωργικής πρακτικής είναι θεμελιώδους σημασίας.
Για τον παραγωγό αλλά και για τον έμπορο, μεταποιητή ή διακινητή των αγροτικών προϊόντων, ο έλεγχος πριν από κάθε μεταποίηση ή διακίνηση του προϊόντος, του εξασφαλίζει ότι θα γνωρίζει τα επίπεδα των υπολειμμάτων στο προϊόν του και έτσι θα προλάβει πιθανές ποινικές ρήτρες ή επιστροφή του προϊόντος. Ο έλεγχος αυτός μπορεί ακόμα να προλάβει τυχόν απόρριψη ολόκληρου φορτίου αντί για την απόρριψη μιας μόνο παρτίδας που περιέχει υπολείμματα πάνω από τα όρια και η οποία αποτελεί μέρος του συνολικού φορτίου. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία τροφίμων για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια του προϊόντος. Είναι προφανές πως οι έλεγχοι αυτοί αποκτούν ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις ειδικών κατηγοριών τροφίμων όπως οι παιδικές τροφές που έχουν αυστηρότερα όρια και τα προϊόντα βιολογικής γεωργίας στα οποία δεν επιτρέπονται υπολείμματα φυτοφαρμάκων.
Σε σχέση με τα μέτρα που πρέπει να παίρνει ο καταναλωτής για την προστασία του:
–– Δεν πρέπει να μειώσει την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, αφού είναι γνωστές οι ωφέλειες τους στην υγεία.
–– Πρέπει να είναι σχολαστικός στους κανόνες υγιεινής, να πλένει δηλαδή τα φρούτα και τα λαχανικά με άφθονο νερό και όπου είναι εφικτό με πράσινο σαπούνι (π.χ. μήλα, ντομάτες, κλπ.), οπότε απομακρύνεται σημαντικό μέρος των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων.
–– Να ξεφλουδίζει τα φρούτα, όπως το μήλο, το αχλάδι, ή να απομακρύνει τα εξωτερικά φύλλα λαχανικών, όπως το μαρούλι, το λάχανο, αφού ένα σημαντικό μέρος των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων παραμένει εκεί.
--Να καταναλώνει τρόφιμα κατά το δυνατόν σε μεγάλη ποικιλία και από διαφορετικούς προμηθευτές, ώστε να διασπείρει τυχόν κινδύνους.
Ο Δρ. Γιώργος Μηλιάδης είναι Χημικός, Τεχνικός Διευθυντής και υπεύθυνος του Τομέα Φυτοφαρμάκων των εργαστηρίων Food Allergen Laboratories σε Αθήνα, Κρήτη, και Κύπρο. Διετέλεσε επί 30 έτη προϊστάμενος του Εθνικού Εργαστηρίου Αναφοράς στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο,εμπειρογνώμων του Γραφείου Τροφίμων & Κτηνιατρικών (FVO) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αντιπρόεδρος τεχνικής επιτροπής και αξιολογητής του Ε.ΣΥ.Δ. για τη διαπίστευση εργαστηρίων σύμφωνα με τα πρότυπα ISO 17025 και ISO 17043.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.