Με την εμφάνιση και στην περιοχή μας του καταρροϊκού πυρετού των αιγοπροβάτων, έπεσαν στην αντίληψή μας και κάποιες αναφορές αλλά και κάποια δημοσιεύματα (ευτυχώς ελάχιστα προς το παρόν) για χορήγηση διάφορων διατροφικών «συμπληρωμάτων» για προφύλαξη ή/και ταχεία ανάρρωση των ζώων. Αντίστοιχα θα έλεγε κανείς με τα διατροφικά συμπληρώματα στον άνθρωπο που πολλές φορές διαφημίζονται με τους ίδιους ακριβώς ισχυρισμούς.
Περιττό να πούμε πως οι κτηνοτρόφοι δεν θα πρέπει να επηρεάζονται από τέτοιες «συστάσεις» και να επιβαρύνονται με επιπλέον κόστος τις δύσκολες αυτές εποχές. Θα πρέπει να ακολουθούν τις συμβουλές των συναδέλφων κτηνιάτρων σχετικά με την πρόληψη και τη συμπτωματική θεραπεία που συνίσταται και να μην εμπιστεύονται τα κάθε λογής «ματζούνια».
Δεν αρνείται κανείς, βέβαια, ότι η ισόρροπη διατροφή των ζώων διασφαλίζει τη διατήρηση της υγείας τους αλλά αυτό δεν γίνεται εξαιτίας κάποιου «μαγικού συστατικού» παρά με την εξασφάλιση της επάρκειας θρεπτικών συστατικών στο σύνολό της που καλύπτουν τις ανάγκες του ζώου, το διατηρούν σε καλή σωματική κατάσταση και επιτρέπουν την έκφραση του παραγωγικού δυναμικού του.
Η ευκαιριακή χορήγηση συμπληρωμάτων είτε με μορφή συμπληρωματικών ζωοτροφών (φυραμάτων), είτε ως μίγματα βιταμινών-ιχνοστοιχείων, είτε άλλων κατηγοριών α' υλών και πρόσθετων ζωοτροφών, απέχει πολύ από την επίτευξη αυτού του στόχου.
Είναι γεγονός ότι κατά τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια σαφής υποβάθμιση της διατροφής των αιγοπροβάτων ιδίως στις μικρές και μεσαίες εκμεταλλεύσεις. Αυτό οφείλεται στην οικονομική δυσπραγία (οικονομική κρίση) η οποία καθήλωσε/μείωσε τις τιμές παραγωγού ενώ άλλαξε προς το αυστηρότερο η πιστωτική πολιτική των προμηθευτών ζωοτροφών. Φυσικά και οι τιμές των ζωοτροφών καθορίζονται διεθνώς και δεν «συγκινούνται» από τις αδυναμίες της ελληνικής κτηνοτροφίας. Ειδικά στην περιοχή μας η «κρίση» έγινε ιδιαίτερα αισθητή με την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της «ΔΩΔΩΝΗ ΑΕ» και τη συνεπακόλουθη αλλαγή στις σχέσεις με τους παραγωγούς-προμηθευτές (τιμές, προκαταβολές κλπ).
Δυστυχώς αντί οι παραγωγοί να στραφούν προς όσο το δυνατόν ορθολογικότερη και ισόρροπη διατροφή για να εξασφαλίσουν το παραγωγικό τους δυναμικό και να μειώσουν το κοστολόγιο παραγωγής, αναγκάστηκαν υπό την πίεση της ρευστότητας να κάνουν περικοπές στην ποιότητα (και την ποσότητα) της διατροφής. Αυτό δυστυχώς βραχυπρόθεσμα και μόνο προσφέρει μια αμφίβολη ανακούφιση στα οικονομικά του παραγωγού ενώ μεσοπρόθεσμα οδηγεί σε μείωση της γαλακτοπαραγωγής και μακροπρόθεσμα σε απώλεια της καλής κατάστασης του κοπαδιού και της παραγωγικής του ικανότητας. Είναι κοινά παραδεκτό ότι τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί σε μεγάλο ποσοστό η γαλακτοπαραγωγική ικανότητα αλλά και άλλοι δείκτες όπως η πολυδυμία και η ποιότητα του παραγόμενου γάλακτος.
Η διατροφή των ζώων για να γίνεται σωστά πρέπει να εξασφαλίζει την ορθή θρεπτική κατάσταση των ζώων καθόλη τη διάρκεια του έτους δηλαδή σε όλες τις φάσεις του παραγωγικού κύκλου και όχι μόνο κατά τη γαλακτική περίοδο και πολλές φορές μόνο για μέρος αυτής.
Η βόσκηση και μόνο δεν επαρκεί καθώς ακόμα και υπό τις καλύτερες συνθήκες μπορεί να καλύψει μέχρι το 70% των αναγκών. Η πραγματική κατάσταση των βοσκών (έλλειψη βελτιώσεων, κά) βέβαια οδηγεί σε μεγαλύτερο έλλειμμα στην κάλυψη των αναγκών των ζώων. Έλλειμμα το οποίο πρέπει να καλυφθεί από ζωοτροφές του εμπορίου, χονδροειδείς (σανός κλπ) και συμπυκνωμένες (καρποί, φυράματα).
Το σίγουρο είναι ότι η τακτική που ακολουθείται κατά κόρον, δηλ. της βόσκησης, χορήγησης ό,τι ιδιοπαραγόμενων ζωοτροφών έχει η εκμετάλλευση (συνήθως μηδική και αραβόσιτο) και της ενίσχυσης με κάποια συμπληρωματική σύνθετη ζωοτροφή του εμπορίου κατά την πρώτη συνήθως φάση της γαλακτικής περιόδου δεν έχει οδηγήσει σε καλά αποτελέσματα. Δεν είναι λάθος σε καμμία περίπτωση η αξιοποίηση των ιδιοπαραγόμενων ζωοτροφών αλλά αυτή πρέπει να γίνεται με προγραμματισμό με βάση τις ανάγκες των ζώων και κατόπιν συμβουλών γεωτεχνικών ειδικών στη διατροφή των ζώων. Το ίδιο λάθος είναι και η συνήθης τακτική της «παραγγελίας» από τον κτηνοτρόφο συμπληρωματικής σύνθετης ζωοτροφής η οποία βασίζεται είτε στο «χαρμάνι» ενός γνωστού/φίλου/ γείτονα που είχε καλά αποτελέσματα είτε καθαρά στις οικονομικές δυνατότητες του κτηνοτρόφου. Τέτοιες τακτικές απλά επιδεινώνουν τα προβλήματα καθώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι οδηγούν σε ανισόρροπα σιτηρέσια με ό,τι αρνητικές συνέπειες έχουμε αναφέρει.
Το κάθε κοπάδι, ιδίως στην εποχή μας, είναι και μια ξεχωριστή περίπτωση και η διατροφή του πρέπει να βασίζεται στις ανάγκες του και το παραγωγικό του δυναμικό. Η θρεπτική κατάσταση των ζώων, η εξέλιξη της κυοφορίας, η πορεία της γαλακτοπαραγωγής, η λιποπεριεκτικότητα του γάλακτος, η διατροφική αξία των υπαρχουσών βοσκών και των ιδιοπαραγόμενων ζωοτροφών είναι οι κύριοι παράγοντες πάνω στους οποίους θα πρέπει να βασίζεται μια ολοκληρωμένη στρατηγική διατροφής.
Αυτό απαιτεί μακροχρόνια προσπάθεια και δέσμευση τόσο από τον κτηνοτρόφο όσο και από το γεωτεχνικό του σύμβουλο διατροφής αλλά η εποχή έχει αποδείξει ξεκάθαρα ότι οι ευκαιριακές και «οικονομικές» λύσεις μόνο πρόσκαιρες μπορούν να είναι και η μακροπρόθεσμη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών μιας μονάδας απαιτεί «επένδυση» στο ζωικό κεφάλαιο του κάθε παραγωγού.
Περιττό να πούμε πως οι κτηνοτρόφοι δεν θα πρέπει να επηρεάζονται από τέτοιες «συστάσεις» και να επιβαρύνονται με επιπλέον κόστος τις δύσκολες αυτές εποχές. Θα πρέπει να ακολουθούν τις συμβουλές των συναδέλφων κτηνιάτρων σχετικά με την πρόληψη και τη συμπτωματική θεραπεία που συνίσταται και να μην εμπιστεύονται τα κάθε λογής «ματζούνια».
Δεν αρνείται κανείς, βέβαια, ότι η ισόρροπη διατροφή των ζώων διασφαλίζει τη διατήρηση της υγείας τους αλλά αυτό δεν γίνεται εξαιτίας κάποιου «μαγικού συστατικού» παρά με την εξασφάλιση της επάρκειας θρεπτικών συστατικών στο σύνολό της που καλύπτουν τις ανάγκες του ζώου, το διατηρούν σε καλή σωματική κατάσταση και επιτρέπουν την έκφραση του παραγωγικού δυναμικού του.
Η ευκαιριακή χορήγηση συμπληρωμάτων είτε με μορφή συμπληρωματικών ζωοτροφών (φυραμάτων), είτε ως μίγματα βιταμινών-ιχνοστοιχείων, είτε άλλων κατηγοριών α' υλών και πρόσθετων ζωοτροφών, απέχει πολύ από την επίτευξη αυτού του στόχου.
Είναι γεγονός ότι κατά τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια σαφής υποβάθμιση της διατροφής των αιγοπροβάτων ιδίως στις μικρές και μεσαίες εκμεταλλεύσεις. Αυτό οφείλεται στην οικονομική δυσπραγία (οικονομική κρίση) η οποία καθήλωσε/μείωσε τις τιμές παραγωγού ενώ άλλαξε προς το αυστηρότερο η πιστωτική πολιτική των προμηθευτών ζωοτροφών. Φυσικά και οι τιμές των ζωοτροφών καθορίζονται διεθνώς και δεν «συγκινούνται» από τις αδυναμίες της ελληνικής κτηνοτροφίας. Ειδικά στην περιοχή μας η «κρίση» έγινε ιδιαίτερα αισθητή με την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της «ΔΩΔΩΝΗ ΑΕ» και τη συνεπακόλουθη αλλαγή στις σχέσεις με τους παραγωγούς-προμηθευτές (τιμές, προκαταβολές κλπ).
Δυστυχώς αντί οι παραγωγοί να στραφούν προς όσο το δυνατόν ορθολογικότερη και ισόρροπη διατροφή για να εξασφαλίσουν το παραγωγικό τους δυναμικό και να μειώσουν το κοστολόγιο παραγωγής, αναγκάστηκαν υπό την πίεση της ρευστότητας να κάνουν περικοπές στην ποιότητα (και την ποσότητα) της διατροφής. Αυτό δυστυχώς βραχυπρόθεσμα και μόνο προσφέρει μια αμφίβολη ανακούφιση στα οικονομικά του παραγωγού ενώ μεσοπρόθεσμα οδηγεί σε μείωση της γαλακτοπαραγωγής και μακροπρόθεσμα σε απώλεια της καλής κατάστασης του κοπαδιού και της παραγωγικής του ικανότητας. Είναι κοινά παραδεκτό ότι τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί σε μεγάλο ποσοστό η γαλακτοπαραγωγική ικανότητα αλλά και άλλοι δείκτες όπως η πολυδυμία και η ποιότητα του παραγόμενου γάλακτος.
Η διατροφή των ζώων για να γίνεται σωστά πρέπει να εξασφαλίζει την ορθή θρεπτική κατάσταση των ζώων καθόλη τη διάρκεια του έτους δηλαδή σε όλες τις φάσεις του παραγωγικού κύκλου και όχι μόνο κατά τη γαλακτική περίοδο και πολλές φορές μόνο για μέρος αυτής.
Η βόσκηση και μόνο δεν επαρκεί καθώς ακόμα και υπό τις καλύτερες συνθήκες μπορεί να καλύψει μέχρι το 70% των αναγκών. Η πραγματική κατάσταση των βοσκών (έλλειψη βελτιώσεων, κά) βέβαια οδηγεί σε μεγαλύτερο έλλειμμα στην κάλυψη των αναγκών των ζώων. Έλλειμμα το οποίο πρέπει να καλυφθεί από ζωοτροφές του εμπορίου, χονδροειδείς (σανός κλπ) και συμπυκνωμένες (καρποί, φυράματα).
Το σίγουρο είναι ότι η τακτική που ακολουθείται κατά κόρον, δηλ. της βόσκησης, χορήγησης ό,τι ιδιοπαραγόμενων ζωοτροφών έχει η εκμετάλλευση (συνήθως μηδική και αραβόσιτο) και της ενίσχυσης με κάποια συμπληρωματική σύνθετη ζωοτροφή του εμπορίου κατά την πρώτη συνήθως φάση της γαλακτικής περιόδου δεν έχει οδηγήσει σε καλά αποτελέσματα. Δεν είναι λάθος σε καμμία περίπτωση η αξιοποίηση των ιδιοπαραγόμενων ζωοτροφών αλλά αυτή πρέπει να γίνεται με προγραμματισμό με βάση τις ανάγκες των ζώων και κατόπιν συμβουλών γεωτεχνικών ειδικών στη διατροφή των ζώων. Το ίδιο λάθος είναι και η συνήθης τακτική της «παραγγελίας» από τον κτηνοτρόφο συμπληρωματικής σύνθετης ζωοτροφής η οποία βασίζεται είτε στο «χαρμάνι» ενός γνωστού/φίλου/ γείτονα που είχε καλά αποτελέσματα είτε καθαρά στις οικονομικές δυνατότητες του κτηνοτρόφου. Τέτοιες τακτικές απλά επιδεινώνουν τα προβλήματα καθώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι οδηγούν σε ανισόρροπα σιτηρέσια με ό,τι αρνητικές συνέπειες έχουμε αναφέρει.
Το κάθε κοπάδι, ιδίως στην εποχή μας, είναι και μια ξεχωριστή περίπτωση και η διατροφή του πρέπει να βασίζεται στις ανάγκες του και το παραγωγικό του δυναμικό. Η θρεπτική κατάσταση των ζώων, η εξέλιξη της κυοφορίας, η πορεία της γαλακτοπαραγωγής, η λιποπεριεκτικότητα του γάλακτος, η διατροφική αξία των υπαρχουσών βοσκών και των ιδιοπαραγόμενων ζωοτροφών είναι οι κύριοι παράγοντες πάνω στους οποίους θα πρέπει να βασίζεται μια ολοκληρωμένη στρατηγική διατροφής.
Αυτό απαιτεί μακροχρόνια προσπάθεια και δέσμευση τόσο από τον κτηνοτρόφο όσο και από το γεωτεχνικό του σύμβουλο διατροφής αλλά η εποχή έχει αποδείξει ξεκάθαρα ότι οι ευκαιριακές και «οικονομικές» λύσεις μόνο πρόσκαιρες μπορούν να είναι και η μακροπρόθεσμη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών μιας μονάδας απαιτεί «επένδυση» στο ζωικό κεφάλαιο του κάθε παραγωγού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.